καταναιδεύομαι

καταναιδεύομαι
κατ-αναιδεύομαι,
A behave impudently to, τινος Eust.69.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταναιδεύομαι — (Α) φέρομαι ή εκφράζομαι με αναίδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀναδεύομαι «φέρομαι αναιδώς»] …   Dictionary of Greek

  • καταναιδεύομαι — behave impudently to pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταναιδευόμενον — καταναιδεύομαι behave impudently to pres part mp masc acc sg καταναιδεύομαι behave impudently to pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταναιδεύεται — καταναιδεύομαι behave impudently to pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταναιδεύονται — καταναιδεύομαι behave impudently to pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταναιδεύσασθαι — καταναιδεύομαι behave impudently to aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταναιδίζομαι — (Α) καταναιδεύομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καταναιδεύομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”